- προσυπολαμβάνω
- Α1. υποθέτω κάτι επί πλέον2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek